- σπάρασση
- η, Ν(μυκητ.) γένος βασιδομυκήτων τής τάξης αφυλλοφορώδη, τής κλάσης υμενομύκητες, το οποίο περιλαμβάνει 5 περίπου είδη που απαντούν στις εύκρατες περιοχές στο έδαφος κάτω από δένδρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sparassis < αμάρτυρο τ. *σπάρασσις < σπαράσσω].
Dictionary of Greek. 2013.